διεκβάλλω

διεκβάλλω
διεκ-βάλλω,
A pass a needle, string, etc., through, thread, Hero Bel.98.10, Heliod. ap.Orib.44.10.4, Gal.10.417.
2 subtract from

ζῴδια

in succession,

Vett.Val.175.35

.
3 pay through a bank, BGU1200.23 ([voice] Pass., i B. C.).
II intr. (sc. στρατόν), march through,

Στυμφαλίαν Plb.4.68.5

, prob. in Plu.Pel.17.
2 of rivers, boundaries, etc., δ. τὰ ὅρια εἰς . . LXXJo.15.8;

ὁ Εὐφράτης δ. διὰ τοῦ Ταύρου Str.16.1.13

;

δ. εἰς νότον καὶ βορρᾶ<ν> PLond.2.154.9

(i A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διεκβάλλω — (Α διεκβάλλω) [εκβάλλω] 1. περνώ βελόνα, σχοινί κ.λπ. πέρα πέρα, βελονιάζω 2. (για ποτάμια) διασχίζω μια χώρα, έναν τόπο αρχ. 1. (για στρατό) πορεύομαι, διέρχομαι 2. περιέρχομαι 3. αφαιρώ διαδοχικά μερικά ζώδια από το σύνολο τους 4. πληρώνω… …   Dictionary of Greek

  • διεκβάλλω — διά ἐκβάλλω throw pres subj act 1st sg διά ἐκβάλλω throw pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διεκβολή — η (AM διεκβολή) [διεκβάλλω] νεοελλ. πέρασμα, δίοδος αρχ. 1. διάβαση μέσα από μια περιοχή 2. διάβαση μέσα από βουνά ή στενωπούς 3. στόμιο, εκβολή 4. έξοδος πόλης 5. τραπεζική απόδειξη πληρωμής 6. πηγή ποταμού 7. μτφ. αρχή, πηγή 8. παραπόταμος 9.… …   Dictionary of Greek

  • διεκβόλιον — διεκβόλιον, το (Α) [διεκβάλλω] φάρμακο για την αποβολή νεκρού εμβρύου …   Dictionary of Greek

  • συνδιεκβάλλω — Α ενεργώ έτσι ώστε να διέλθει κάτι ταυτόχρονα με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διεκβάλλω «πορεύομαι, διέρχομαι»] …   Dictionary of Greek

  • ԱՆՑՈՒՑԱՆԵՄ — (ցուցի.) NBH 1 0250 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c, 14c ն. διαβιβάζω, διάγω, παράγω traduco, transire facio եւն. Տալ անցանել. փոխել, փոխադրել, տանել այլուր կամ յայնկոյս, առաջի կամ յառաջոյ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”